- επιχθόνιος
- -α, -ο (AM ἐπιχθόνιος, -ον και -ος, -α, -ον)επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν»)αρχ.-μσν.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοιοι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με τους θεούς)αρχ.1. εκείνος που ζει σε μεσογειακή περιοχή, μακριά από την παραλία2. φρ. «ἐπιχθόνιοι δαίμονες» — θεοί που συχνάζουν στη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χθόνιος (< χθων* + κατάλ. -ιος*)].
Dictionary of Greek. 2013.